- ταγίζω
- βλ. ταΐζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταγίζω — ΝΜ [ταγή] ταΐζω … Dictionary of Greek
ακριβοταΐζω — και ακριβοταγίζω 1. παρέχω σε κάποιον ή σε κάτι δαπανηρή τροφή 2. ανατρέφω, περιποιούμαι με στοργή και φροντίδα, μοσχαναθρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + ταΐζω και ταγίζω. ΠΑΡ. ακριβοτάιστος] … Dictionary of Greek
λιμοταγισμένος — λιμοταγισμένος, η, ον (Μ) αυτός που πεινά συνεχώς λόγω ανεπαρκούς διατροφής, πειναλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ταγισμένος, μτχ. παρακμ. τού ρ. ταγίζω] … Dictionary of Greek
τάγιστρο — το / τάγιστρον, ΝΜ, και τάιστρο Ν σακίδιο που κρέμεται από τον λαιμό τών υποζυγίων και περιέχει την τροφή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγίζω / ταΐζω + επίθημα τρο(ν), πρβλ. στέγασ τρο(ν] … Dictionary of Greek
τάισμα — και τάγισμα, το, Ν [ταΐζω / ταγίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταΐζω … Dictionary of Greek
ταΐζω — Ν 1. δίνω τροφή, σιτίζω, ιδίως ζώα 2. (σχετικά με βρέφος, γέροντα ή ασθενή) βοηθώ κάποιον να φάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγίζω με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ (πρβλ. φαΐ: φαγί)] … Dictionary of Greek
ταΐστρα — και ταγίστρα, η, Ν το τάγιστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταΐζω / ταγίζω + επίθημα τρα (πρβλ. ποτίσ τρα)] … Dictionary of Greek
ταγιστήριον — τὸ, Μ μερίδα τροφής ζώου μέσα σε τάγιστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. βασανισ τήριον)] … Dictionary of Greek
ταΐζω — και ταγίζω τάισα, ταΐστηκα, ταϊσμένος 1. δίνω τροφή, θρέφω: Ταΐζω τις κότες. – Έχει ο κακομοίρης να ταΐσει τέσσερις αδερφές. 2. βοηθώ κάποιον ανήμπορο να φάει, του δίνω να φάει: Ταΐζω το παιδί. 3. δωροδοκώ: Τάισε πολλούς για να πάρει το δάνειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)